αξεθύμαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kseˈθi.ma.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐θύ‐μα‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααξεθύμαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ξεθυμάνει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αξεθύμαστα
- → δείτε τις λέξεις ξεθυμαίνω και θυμός