Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξαφνιά οι αξαφνιές
      γενική της αξαφνιάς των αξαφνιών
    αιτιατική την αξαφνιά τις αξαφνιές
     κλητική αξαφνιά αξαφνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αξαφνιά θηλυκό

  • το ξαφνικό, απρόσμενο κακό (χρησιμοποιείται στην Πελοπόννησο)[1]
    ※  Αυτή, η αξαφνιά μεγιστοποιεί τη θλίψη των συγγενών του. (από τοπική εδημερίδα) [2]

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (κατάρα) Nα σούρθ’ αξαφνιά: Να αιφνιδιασθείς από κάτι το πολύ κακό και εξαιρετικά δυσάρεστο.[3]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. [1]. Προσπέλαση 2020-07-08.
  2. Τρίμηνη εφημεριδα το "Κακούρι", Σεπτέμβριος 2006. Προσπέλαση 2020-07-07.
  3. Το Καλαβρυτινό Λεξικό. Δημοσίευση 2014-06-05. Προσπέλαση 2020-07-08.