Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιχτυπώ < μεσαιωνική ελληνική ἀντικτυπῶ < ἀντι- + αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος

  Ρήμα επεξεργασία

αντιχτυπώ

  1. κτυπώ κι εγώ με τη σειρά μου, ανταποδίδω το κτύπημα
  2. (παρωχημένο) απαντώ
  3. (παρωχημένο) κτυπώ
  4. (παρωχημένο) αντηχώ
  5. (παρωχημένο) αντικαθρεφτίζομαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία