αντιφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιφρονώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιφρονών
- → δείτε τις λέξεις αντί και φρονώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιφρονώ | αντιφρονούσα | θα αντιφρονώ | να αντιφρονώ | αντιφρονώντας | |
β' ενικ. | αντιφρονείς | αντιφρονούσες | θα αντιφρονείς | να αντιφρονείς | (αντιφρόνει) | |
γ' ενικ. | αντιφρονεί | αντιφρονούσε | θα αντιφρονεί | να αντιφρονεί | ||
α' πληθ. | αντιφρονούμε | αντιφρονούσαμε | θα αντιφρονούμε | να αντιφρονούμε | ||
β' πληθ. | αντιφρονείτε | αντιφρονούσατε | θα αντιφρονείτε | να αντιφρονείτε | αντιφρονείτε | |
γ' πληθ. | αντιφρονούν(ε) | αντιφρονούσαν(ε) | θα αντιφρονούν(ε) | να αντιφρονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιφρόνησα | θα αντιφρονήσω | να αντιφρονήσω | αντιφρονήσει | ||
β' ενικ. | αντιφρόνησες | θα αντιφρονήσεις | να αντιφρονήσεις | αντιφρόνησε | ||
γ' ενικ. | αντιφρόνησε | θα αντιφρονήσει | να αντιφρονήσει | |||
α' πληθ. | αντιφρονήσαμε | θα αντιφρονήσουμε | να αντιφρονήσουμε | |||
β' πληθ. | αντιφρονήσατε | θα αντιφρονήσετε | να αντιφρονήσετε | αντιφρονήστε | ||
γ' πληθ. | αντιφρόνησαν αντιφρονήσαν(ε) |
θα αντιφρονήσουν(ε) | να αντιφρονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιφρονήσει | είχα αντιφρονήσει | θα έχω αντιφρονήσει | να έχω αντιφρονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιφρονήσει | είχες αντιφρονήσει | θα έχεις αντιφρονήσει | να έχεις αντιφρονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιφρονήσει | είχε αντιφρονήσει | θα έχει αντιφρονήσει | να έχει αντιφρονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιφρονήσει | είχαμε αντιφρονήσει | θα έχουμε αντιφρονήσει | να έχουμε αντιφρονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιφρονήσει | είχατε αντιφρονήσει | θα έχετε αντιφρονήσει | να έχετε αντιφρονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιφρονήσει | είχαν αντιφρονήσει | θα έχουν αντιφρονήσει | να έχουν αντιφρονήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιφρονώ
|