Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφιλελεύθερος η αντιφιλελεύθερη το αντιφιλελεύθερο
      γενική του αντιφιλελεύθερου της αντιφιλελεύθερης του αντιφιλελεύθερου
    αιτιατική τον αντιφιλελεύθερο την αντιφιλελεύθερη το αντιφιλελεύθερο
     κλητική αντιφιλελεύθερε αντιφιλελεύθερη αντιφιλελεύθερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφιλελεύθεροι οι αντιφιλελεύθερες τα αντιφιλελεύθερα
      γενική των αντιφιλελεύθερων των αντιφιλελεύθερων των αντιφιλελεύθερων
    αιτιατική τους αντιφιλελεύθερους τις αντιφιλελεύθερες τα αντιφιλελεύθερα
     κλητική αντιφιλελεύθεροι αντιφιλελεύθερες αντιφιλελεύθερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιφιλελεύθερος < αντι- + φιλελεύθερος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiliberal)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιφιλελεύθερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία