αντιτετανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιτετανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antitétanique < anti- + tétanique < αρχαία ελληνική τέτανος
Επίθετο επεξεργασία
αντιτετανικός, -ή. -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση του τέτανου ή προφυλάσσει απ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέτανος