Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιτετανικός η αντιτετανική το αντιτετανικό
      γενική του αντιτετανικού της αντιτετανικής του αντιτετανικού
    αιτιατική τον αντιτετανικό την αντιτετανική το αντιτετανικό
     κλητική αντιτετανικέ αντιτετανική αντιτετανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιτετανικοί οι αντιτετανικές τα αντιτετανικά
      γενική των αντιτετανικών των αντιτετανικών των αντιτετανικών
    αιτιατική τους αντιτετανικούς τις αντιτετανικές τα αντιτετανικά
     κλητική αντιτετανικοί αντιτετανικές αντιτετανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιτετανικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antitétanique < anti- + tétanique < αρχαία ελληνική τέτανος

  Επίθετο επεξεργασία

αντιτετανικός, -ή. -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία