Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντισυνταγματικότητα οι αντισυνταγματικότητες
      γενική της αντισυνταγματικότητας των αντισυνταγματικοτήτων
    αιτιατική την αντισυνταγματικότητα τις αντισυνταγματικότητες
     κλητική αντισυνταγματικότητα αντισυνταγματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντισυνταγματικότητα < αντι- + συνταγματικότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anti.sin.da.ɣma.tiˈko.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντισυνταγματικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η μη συμφωνία ενός νόμου, ενός διατάγματος ή ενός διαβουλεύματος προς το σύνταγμα

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία