αντιπροχθεσινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιπροχθεσινός < αντιπροχθές + -ινός
Επίθετο
επεξεργασία
αντιπροχθεσινός, -ή, -ό
- που συνέβη αντιπροχθές
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιπροχθεσινός
|