αντιπροσωπεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντιπροσωπεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
- θα αντιπροσωπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντιπροσωπεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιπροσώπευση