Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπειθαρχικός η αντιπειθαρχική το αντιπειθαρχικό
      γενική του αντιπειθαρχικού της αντιπειθαρχικής του αντιπειθαρχικού
    αιτιατική τον αντιπειθαρχικό την αντιπειθαρχική το αντιπειθαρχικό
     κλητική αντιπειθαρχικέ αντιπειθαρχική αντιπειθαρχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπειθαρχικοί οι αντιπειθαρχικές τα αντιπειθαρχικά
      γενική των αντιπειθαρχικών των αντιπειθαρχικών των αντιπειθαρχικών
    αιτιατική τους αντιπειθαρχικούς τις αντιπειθαρχικές τα αντιπειθαρχικά
     κλητική αντιπειθαρχικοί αντιπειθαρχικές αντιπειθαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπειθαρχικός < αντι- + πειθαρχικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insubordonné)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπειθαρχικός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία