Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιορός οι αντιοροί
      γενική του αντιορού των αντιορών
    αιτιατική τον αντιορό τους αντιορούς
     κλητική αντιορέ αντιοροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιορός < αντί + ορός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιορός αρσενικό

  • ορός αίματος ο οποίος περιέχει αντισώματα με σκοπό την ίαση ή την προστασία από συγκεκριμένες ασθένειες

  Μεταφράσεις επεξεργασία