Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντινευρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντινευρικ
ός
η
αντινευρικ
ή
το
αντινευρικ
ό
γενική
του
αντινευρικ
ού
της
αντινευρικ
ής
του
αντινευρικ
ού
αιτιατική
τον
αντινευρικ
ό
την
αντινευρικ
ή
το
αντινευρικ
ό
κλητική
αντινευρικ
έ
αντινευρικ
ή
αντινευρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντινευρικ
οί
οι
αντινευρικ
ές
τα
αντινευρικ
ά
γενική
των
αντινευρικ
ών
των
αντινευρικ
ών
των
αντινευρικ
ών
αιτιατική
τους
αντινευρικ
ούς
τις
αντινευρικ
ές
τα
αντινευρικ
ά
κλητική
αντινευρικ
οί
αντινευρικ
ές
αντινευρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντινευρικός
<
αντι-
+
νευρικός
Επίθετο
επεξεργασία
αντινευρικός
που
ηρεμεί
, που
κατευνάζει
Συνώνυμα
επεξεργασία
ηρεμιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντινευρικός
→
δείτε
τη λέξη
ηρεμιστικός