αντιμετωπίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αντιμετωπίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιμετωπίζω
- θα αντιμετωπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιμετωπίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αντιμετωπίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιμετώπιση