Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιματροειδές < αγγλική antimatroid < anti- + matroid / αντι- + ματροειδές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιματροειδές ουδέτερο

  • (μαθηματικά), φορμαλιστικό σύστημα το οποίο περιγράφει διαδικασίες κατά τις οποίες ένα σύνολο κατασκευάζεται τοποθετώντας τα στοιχεία ένα τη φορά, και ένα στοιχείο, το οποίο έχει καταστεί διαθέσιμο ώστε να συμπεριληφθεί, παραμένει διαθέσιμο μέχρι να συμπεριληφθεί

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία