αντικρύζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αντικρύζω
- (παρωχημένο) παλαιότερη γραφή του αντικρίζω
- ※ Κι ύστερα πώς να γράψεις; Αυτό αναρωτιέμαι κάθε φορά που αντικρύζω την αδυσώπητη πραγματικότητα.
- Βασίλης Βασιλικός, Τροχαλίες (Αθήνα: Εκδόσεις Γ. Λαδιά, 1977), σ. 150.
- ※ Κι ύστερα πώς να γράψεις; Αυτό αναρωτιέμαι κάθε φορά που αντικρύζω την αδυσώπητη πραγματικότητα.
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 74.