Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικούκου < αντι- + κούκου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικούκου ουδέτερο άκλιτο

  • (στρατιωτική αργκό) ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό των φαντάρων για να καταστείλει την ερωτική επιθυμία τους
    ρε συ, Μήτσο, λες να 'χει αντικούκου το φαΐ;

Συνώνυμα επεξεργασία