αντικούκου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικούκου ουδέτερο άκλιτο
- (στρατιωτική αργκό) ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό των φαντάρων για να καταστείλει την ερωτική επιθυμία τους
- ↪ ρε συ, Μήτσο, λες να 'χει αντικούκου το φαΐ;