Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικούκου < αντι- + κούκου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντικούκου ουδέτερο άκλιτο

  • (στρατιωτική αργκό) ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό των φαντάρων για να καταστείλει την ερωτική επιθυμία τους
    ⮡  ρε συ, Μήτσο, λες να 'χει αντικούκου το φαΐ;

Συνώνυμα

επεξεργασία