Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδημοφιλής η αντιδημοφιλής το αντιδημοφιλές
      γενική του αντιδημοφιλούς* της αντιδημοφιλούς του αντιδημοφιλούς
    αιτιατική τον αντιδημοφιλή την αντιδημοφιλή το αντιδημοφιλές
     κλητική αντιδημοφιλή(ς) αντιδημοφιλής αντιδημοφιλές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδημοφιλείς οι αντιδημοφιλείς τα αντιδημοφιλή
      γενική των αντιδημοφιλών των αντιδημοφιλών των αντιδημοφιλών
    αιτιατική τους αντιδημοφιλείς τις αντιδημοφιλείς τα αντιδημοφιλή
     κλητική αντιδημοφιλείς αντιδημοφιλείς αντιδημοφιλή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδημοφιλής < αντι- + δημοφιλής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.ði.mo.fiˈlis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐δη‐μο‐φι‐λής

  Επίθετο επεξεργασία

αντιδημοφιλής, -ής, -ές

  • (νεολογισμός) που δεν είναι δημοφιλής
    ※  Η μεταρρύθμιση των εισφορών για την τοπική αυτοδιοίκηση ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε τον Μάιο του 1988, στον τελικό του Κυπέλλου Σκωτίας μεταξύ Σέλτικ και Νταντί στη Γλασκώβη, ένα ολόκληρο γήπεδο σήκωσε, παρουσία της, κόκκινες κάρτες εν είδει αποβολής. (Μάρκος Καρασαρίνης, Ενα ρέκβιεμ για τη «Σιδηρά Κυρία», Το Βήμα, 28 Νοεμβρίου 2011)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr