αντιγιβεριλήνη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιγιβεριλήνη < αντί + γιβεριλήνη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντιγιβεριλήνη θηλυκό
- (βιολογία), (βιοχημεία): οποιαδήποτε ουσία που προκαλεί ανάπτυξη κοντών και χονδρών βλαστών, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα της δράσης της γιβεριλήνης, εξ ου και η ονομασία της.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αντιγιβεριλήνη