Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντηχητικός η αντηχητική το αντηχητικό
      γενική του αντηχητικού της αντηχητικής του αντηχητικού
    αιτιατική τον αντηχητικό την αντηχητική το αντηχητικό
     κλητική αντηχητικέ αντηχητική αντηχητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντηχητικοί οι αντηχητικές τα αντηχητικά
      γενική των αντηχητικών των αντηχητικών των αντηχητικών
    αιτιατική τους αντηχητικούς τις αντηχητικές τα αντηχητικά
     κλητική αντηχητικοί αντηχητικές αντηχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντηχητικός < (αντηχώ) αντηχη- + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.çi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐χη‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

αντηχητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία