αντεπαγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντεπαγωγή θηλυκό
- (νομικός όρος) η αντίκρουση επαγωγής, η εναντίωση σε άλλη επαγωγή
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- αντεπαγωγή όρκου: (νομικός όρος) η μετάθεση της υποχρέωσης ορκοδοσίας στον αντίδικο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντεπαγωγή
|