Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανταριάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταριάζω
  2. θα ανταριάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταριάζω