ανταριάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανταριάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταριάζω
- θα ανταριάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταριάζω
ανταριάσουμε