ανταπαιτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαανταπαιτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταπαιτώ
- θα ανταπαιτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταπαιτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανταπαιτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανταπαίτηση