αντένσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντένσταση | οι | αντενστάσεις |
γενική | της | αντένστασης* | των | αντενστάσεων |
αιτιατική | την | αντένσταση | τις | αντενστάσεις |
κλητική | αντένσταση | αντενστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντενστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈden.sta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντέν‐στα‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντένσταση θηλυκό
- (νομικός όρος) ένσταση που αντικρούει άλλη ένσταση