Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντάμης οι αντάμηδες
      γενική του αντάμη των αντάμηδων
    αιτιατική τον αντάμη τους αντάμηδες
     κλητική αντάμη αντάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντάμης < τουρκική adam (άνδρας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντάμης αρσενικό (θηλυκό αντάμισσα), και αδάμης

  • θαρραλέος, παλικαράς, εριστικός
    ※  και ο Μουλάς το Σταματιό πούναι αντάμης πρώτης όλοι πρωτοπαλλήκαρα, κ' ο Κουλουλιάς ο βλάμης που για τ' ανεκατώματα είναι σωστός αντάμης, κ' άλλοι καμπόσοι βούθησαν σ' εκείνα τα τερτίπια (Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, Χαραλάμπου Γ. Παμφίλη, 1980, σελ. 224)

  Μεταφράσεις επεξεργασία