Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανιψιών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του ανιψιός

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανιψιών θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του ανιψιά

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ανιψιών ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του ανίψι