ανθρωποκεντρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρωποκεντρικά < ανθρωποκεντρικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θɾo.po.cen.dɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πο‐κε‐ντρι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
ανθρωποκεντρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανθρωποκεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανθρωποκεντρικός