ανθοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθοκαλλιέργεια < ανθο- + -καλλιέργεια
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια ανθών με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευσή τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοκαλλιέργεια