ανθοβοσκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθοβοσκός < αρχαία ελληνική ἀνθοβοσκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοβοσκός αρσενικό
- ο ανθοκόμος, στην αρχαιότητα
- στον πληθυντικό ανθοβοσκοί χαρακτηρίζονται σήμερα κάποια έντομα όπως οι μέλισσες, πεταλούδες κ.ά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοβοσκός
|