Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθοβοσκός οι ανθοβοσκοί
      γενική του ανθοβοσκού των ανθοβοσκών
    αιτιατική τον ανθοβοσκό τους ανθοβοσκούς
     κλητική ανθοβοσκέ ανθοβοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθοβοσκός < αρχαία ελληνική ἀνθοβοσκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθοβοσκός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία