Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθεμίδα οι ανθεμίδες
      γενική της ανθεμίδας των ανθεμιδών
    αιτιατική την ανθεμίδα τις ανθεμίδες
     κλητική ανθεμίδα ανθεμίδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθεμίδα < αρχαία ελληνική ἀνθεμίς (= άνθος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθεμίδα θηλυκό

  1. το άνθεμο, ειδικότερα η αγριοχαμομηλιά
  2. (βοτανική, λουλούδι) γενικότερη ονομασία για ανθοφόρα ποώδη φυτά όπως π.χ. η μαργαρίτα, ο αμάρακος ή ματζουράνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία