ανεύσπλαγχνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεύσπλαγχνος < αν- + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος < σπλάγχνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)
Επίθετο επεξεργασία
ανεύσπλαγχνος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν ευσπλαγχνίζεται
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ευσπλαγχνίζομαι και σπλάχνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεύσπλαγχνος
|