Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεπρόκοφτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Άλλες μορφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεπρόκοφτ
ος
η
ανεπρόκοφτ
η
το
ανεπρόκοφτ
ο
γενική
του
ανεπρόκοφτ
ου
της
ανεπρόκοφτ
ης
του
ανεπρόκοφτ
ου
αιτιατική
τον
ανεπρόκοφτ
ο
την
ανεπρόκοφτ
η
το
ανεπρόκοφτ
ο
κλητική
ανεπρόκοφτ
ε
ανεπρόκοφτ
η
ανεπρόκοφτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεπρόκοφτ
οι
οι
ανεπρόκοφτ
ες
τα
ανεπρόκοφτ
α
γενική
των
ανεπρόκοφτ
ων
των
ανεπρόκοφτ
ων
των
ανεπρόκοφτ
ων
αιτιατική
τους
ανεπρόκοφτ
ους
τις
ανεπρόκοφτ
ες
τα
ανεπρόκοφτ
α
κλητική
ανεπρόκοφτ
οι
ανεπρόκοφτ
ες
ανεπρόκοφτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεπρόκοφτος
<
άνεπρόκοπος
(<
προκοπή
και
προκόπτω
) ή
άπρόκοφτος
<
α-
στερητικό
και
προκόφτω
-
προκόβω
Επίθετο
επεξεργασία
ανεπρόκοφτος, -η, -ο
άλλη γραφή του
ανεπρόκοπος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανεπρόκοπος
απρόκοπος
απρόκοφτος