Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπιτήρητος η ανεπιτήρητη το ανεπιτήρητο
      γενική του ανεπιτήρητου της ανεπιτήρητης του ανεπιτήρητου
    αιτιατική τον ανεπιτήρητο την ανεπιτήρητη το ανεπιτήρητο
     κλητική ανεπιτήρητε ανεπιτήρητη ανεπιτήρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπιτήρητοι οι ανεπιτήρητες τα ανεπιτήρητα
      γενική των ανεπιτήρητων των ανεπιτήρητων των ανεπιτήρητων
    αιτιατική τους ανεπιτήρητους τις ανεπιτήρητες τα ανεπιτήρητα
     κλητική ανεπιτήρητοι ανεπιτήρητες ανεπιτήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπιτήρητος < α στερητικό και επιτηρώ

  Επίθετο επεξεργασία

ανεπιτήρητος

δραπέτευσε γιατί ενώ βρισκόταν υποτίθεται με άδεια Χριστουγέννων στο σπίτι του, ήταν ανεπιτήρητος
άμα αφήσεις παιδί ή και ενήλικα ανεπιτήρητο σε διαγωνισμό...

  Μεταφράσεις επεξεργασία