Δείτε επίσης: ἀνεπιμέλητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπιμέλητος η ανεπιμέλητη το ανεπιμέλητο
      γενική του ανεπιμέλητου της ανεπιμέλητης του ανεπιμέλητου
    αιτιατική τον ανεπιμέλητο την ανεπιμέλητη το ανεπιμέλητο
     κλητική ανεπιμέλητε ανεπιμέλητη ανεπιμέλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπιμέλητοι οι ανεπιμέλητες τα ανεπιμέλητα
      γενική των ανεπιμέλητων των ανεπιμέλητων των ανεπιμέλητων
    αιτιατική τους ανεπιμέλητους τις ανεπιμέλητες τα ανεπιμέλητα
     κλητική ανεπιμέλητοι ανεπιμέλητες ανεπιμέλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεπιμέλητος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιμέλητος < αρχαία ελληνική ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι < ἐπιμελής

  Επίθετο επεξεργασία

ανεπιμέλητος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία