ανεμοξουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμοξουριά | οι | ανεμοξουριές |
γενική | της | ανεμοξουριάς | των | ανεμοξουριών |
αιτιατική | την | ανεμοξουριά | τις | ανεμοξουριές |
κλητική | ανεμοξουριά | ανεμοξουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμοξουριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμοξουριά
|