Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεδοσά οι ανεδοσές
      γενική της ανεδοσάς των ανεδοσών
    αιτιατική την ανεδοσά τις ανεδοσές
     κλητική ανεδοσά ανεδοσές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεδοσά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεδοσά θηλυκό

  • (ιδιωματικό) η ομιχλώδης υγρασία που παρατηρείται στη Σαντορίνη εξαιτίας της θερμοκρασιακής διαφοράς του ηφαιστείου με το νησί, η οποία «ανεβαίνει» από τη θάλασσα, από τη μεριά της καλντέρας, και επεκτείνεται προς αυτό
    ※  εν τη νήσω δεν απολείπουσι οι νότιοι άνεμοι και η εκ της ομίχλης ανεδοσάς εν Θήρα καλουμένης, παρεχομένη εις τα φυτά υγρασία (από το κείμενο του Γάσπαρη Άλβυ, «Η ανομβρία εν Θήρα», στον τόμο Σαντορίνη, έκδ. του Μιχαήλ Δανέζη (Αθήνα, 1940), σ. 170)

  Μεταφράσεις επεξεργασία