ανδροκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανδροκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ανδροκρατούμαι
Μετοχή επεξεργασία
ανδροκρατούμενος
- που ανδροκρατείται, που ελέγχεται από άνδρες, που ουσιαστικά αποκλείει έμμεσα τις γυναίκες από υψηλές θέσεις
- ανδροκρατούμενος εργασιακός χώρος