Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδρογένεση οι ανδρογενέσεις
      γενική της ανδρογένεσης* των ανδρογενέσεων
    αιτιατική την ανδρογένεση τις ανδρογενέσεις
     κλητική ανδρογένεση ανδρογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανδρογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδρογένεση < άνδρας + γένεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανδρογένεση θηλυκό

  • (βιολογία): η ανάπτυξη των δευτερευόντων ανδρικών σεξουαλικών χαρακτηριστικών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία