αναψυχώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναψυχώνω < ἀναψυχώνω στην καθαρεύουσα < μεσαιωνική ελληνική ἀναψυχώνω και ἀναψυχῶ < αρχαία ελληνική ἀναψύχω (δροσίζω αλλά και ανανεώνω, αναπτερώνω το ηθικό)
Ρήμα επεξεργασία
αναψυχώνω
- εμψυχώνω, ανεβάζω το ηθικό, ανανεώνω, τονώνω, δίνω νέες ελπίδες, αναπτερώνω
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναψυχώνω | αναψύχωνα | θα αναψυχώνω | να αναψυχώνω | αναψυχώνοντας | |
β' ενικ. | αναψυχώνεις | αναψύχωνες | θα αναψυχώνεις | να αναψυχώνεις | αναψύχωνε | |
γ' ενικ. | αναψυχώνει | αναψύχωνε | θα αναψυχώνει | να αναψυχώνει | ||
α' πληθ. | αναψυχώνουμε | αναψυχώναμε | θα αναψυχώνουμε | να αναψυχώνουμε | ||
β' πληθ. | αναψυχώνετε | αναψυχώνατε | θα αναψυχώνετε | να αναψυχώνετε | αναψυχώνετε | |
γ' πληθ. | αναψυχώνουν(ε) | αναψύχωναν αναψυχώναν(ε) |
θα αναψυχώνουν(ε) | να αναψυχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναψύχωσα | θα αναψυχώσω | να αναψυχώσω | αναψυχώσει | ||
β' ενικ. | αναψύχωσες | θα αναψυχώσεις | να αναψυχώσεις | αναψύχωσε | ||
γ' ενικ. | αναψύχωσε | θα αναψυχώσει | να αναψυχώσει | |||
α' πληθ. | αναψυχώσαμε | θα αναψυχώσουμε | να αναψυχώσουμε | |||
β' πληθ. | αναψυχώσατε | θα αναψυχώσετε | να αναψυχώσετε | αναψυχώστε | ||
γ' πληθ. | αναψύχωσαν αναψυχώσαν(ε) |
θα αναψυχώσουν(ε) | να αναψυχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναψυχώσει | είχα αναψυχώσει | θα έχω αναψυχώσει | να έχω αναψυχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναψυχώσει | είχες αναψυχώσει | θα έχεις αναψυχώσει | να έχεις αναψυχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναψυχώσει | είχε αναψυχώσει | θα έχει αναψυχώσει | να έχει αναψυχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναψυχώσει | είχαμε αναψυχώσει | θα έχουμε αναψυχώσει | να έχουμε αναψυχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναψυχώσει | είχατε αναψυχώσει | θα έχετε αναψυχώσει | να έχετε αναψυχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναψυχώσει | είχαν αναψυχώσει | θα έχουν αναψυχώσει | να έχουν αναψυχώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναψυχώνω
|