αναφαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφαίνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφαίνομαι[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈfe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐φαί‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίααναφαίνομαι
- προκύπτει, αποκαλύπτεται, έρχεται στην επιφάνεια, ξαναφαίνεται, επανεμφανίζεται
- Για άλλη μια φορά αναφάνηκε αυτήν την εβδομάδα το πρόβλημα που υπάρχει με τους δύο οργανισμούς που ο ένας σκοντάφτει στις αρμοδιότητες του άλλου
- ...αναφάνηκε από το παράδειγμα της Α' Παθολογικής κλινικής ότι δεν επαρκούν οι γιατροί...
- ξεχωρίζω, φαίνομαι, αναδύομαι, εμφανίζομαι
- Και αφού αναφάνηκε σ' εμάς η Κύπρος και την εγκαταλείψαμε στ' αριστερά, πλέαμε στη...
- ξαναφαίνομαι (για ανθρώπους) (παρωχημένο)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναφαίνομαι | αναφαινόμουν(α) | θα αναφαίνομαι | να αναφαίνομαι | αναφαινόμενος | |
β' ενικ. | αναφαίνεσαι | αναφαινόσουν(α) | θα αναφαίνεσαι | να αναφαίνεσαι | (αναφαίνου) | |
γ' ενικ. | αναφαίνεται | αναφαινόταν(ε) | θα αναφαίνεται | να αναφαίνεται | ||
α' πληθ. | αναφαινόμαστε | αναφαινόμαστε αναφαινόμασταν |
θα αναφαινόμαστε | να αναφαινόμαστε | ||
β' πληθ. | αναφαίνεστε | αναφαινόσαστε αναφαινόσασταν |
θα αναφαίνεστε | να αναφαίνεστε | (αναφαίνεστε) | |
γ' πληθ. | αναφαίνονται | αναφαίνονταν αναφαινόντουσαν |
θα αναφαίνονται | να αναφαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναφάνηκα | θα αναφανώ | να αναφανώ | αναφανεί | ||
β' ενικ. | αναφάνηκες | θα αναφανείς | να αναφανείς | αναφάνου | ||
γ' ενικ. | αναφάνηκε | θα αναφανεί | να αναφανεί | |||
α' πληθ. | αναφανήκαμε | θα αναφανούμε | να αναφανούμε | |||
β' πληθ. | αναφανήκατε | θα αναφανείτε | να αναφανείτε | αναφανείτε | ||
γ' πληθ. | αναφάνηκαν αναφανήκαν(ε) |
θα αναφανούν(ε) | να αναφανούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναφανεί | είχα αναφανεί | θα έχω αναφανεί | να έχω αναφανεί | ||
β' ενικ. | έχεις αναφανεί | είχες αναφανεί | θα έχεις αναφανεί | να έχεις αναφανεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναφανεί | είχε αναφανεί | θα έχει αναφανεί | να έχει αναφανεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναφανεί | είχαμε αναφανεί | θα έχουμε αναφανεί | να έχουμε αναφανεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναφανεί | είχατε αναφανεί | θα έχετε αναφανεί | να έχετε αναφανεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναφανεί | είχαν αναφανεί | θα έχουν αναφανεί | να έχουν αναφανεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αναφαίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας