Ετυμολογία

επεξεργασία
αναφαίνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναφαίνομαι[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈfe.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐φαί‐νο‐μαι

αναφαίνομαι

  1. προκύπτει, αποκαλύπτεται, έρχεται στην επιφάνεια, ξαναφαίνεται, επανεμφανίζεται
    Για άλλη μια φορά αναφάνηκε αυτήν την εβδομάδα το πρόβλημα που υπάρχει με τους δύο οργανισμούς που ο ένας σκοντάφτει στις αρμοδιότητες του άλλου
    ...αναφάνηκε από το παράδειγμα της Α' Παθολογικής κλινικής ότι δεν επαρκούν οι γιατροί...
  2. ξεχωρίζω, φαίνομαι, αναδύομαι, εμφανίζομαι
    Και αφού αναφάνηκε σ' εμάς η Κύπρος και την εγκαταλείψαμε στ' αριστερά, πλέαμε στη...
  3. ξαναφαίνομαι (για ανθρώπους) (παρωχημένο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία