αναστενάρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναστενάρισσα < αναστενάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναστενάρισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αναστενάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναστενάρισσα
|
αναστενάρισσα θηλυκό
|