ανασάλεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανασάλεμα < ανασαλεύω + -μα < (ελληνιστική κοινή) ἀνασαλεύω < αρχαία ελληνική σαλεύω < σάλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανασάλεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανασαλεύω
ανασάλεμα ουδέτερο