Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρρούσα οι αναρρούσες
      γενική της αναρρούσας των αναρρουσών
    αιτιατική την αναρρούσα τις αναρρούσες
     κλητική αναρρούσα αναρρούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρρούσα < αρχαία ελληνική ἀναρρέουσα < ἀναρρέω < ἀνά + ῥέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρρούσα θηλυκό

  1. η (ορμητική) επιστροφή του κυματισμού προς τα πίσω
  2. δίνη, περιδίνηση, ρουφήχτρα
  3. ανεμοστρόβιλος (στη θάλασσα)
  4. (κατ’ επέκταση) γοργόνα, νεράιδα, ξωτικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία