αναπροσανατολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναπροσανατολισμός < αναπροσανατολίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reorientation)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναπροσανατολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναπροσανατολίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανά, προσανατολίζω και ανατολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναπροσανατολισμός