Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναοριοθετώ < ανα- + οριοθετώ

  Ρήμα επεξεργασία

αναοριοθετώ (παθητική φωνή: αναοριοθετούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία