αναοριοθετώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αναοριοθετώ (παθητική φωνή: αναοριοθετούμαι)
- (νεολογισμός) οριοθετώ εκ νέου
- ※ Αναοριοθέτηση ζώνης απόλυτης προστασίας του αρχαιολογικού χώρου των Μετεώρων (…) Με απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού (…), αναοριοθετήθηκε η ζώνη Αʹ και οριοθετήθηκε η ζώνη Βʹ προστασίας του αρχαιολογικού χώρου Μετεώρων, μετά και την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη. (www.archaiologia.gr, 21.01.2013)
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναοριοθετώ | αναοριοθετούσα | θα αναοριοθετώ | να αναοριοθετώ | αναοριοθετώντας | |
β' ενικ. | αναοριοθετείς | αναοριοθετούσες | θα αναοριοθετείς | να αναοριοθετείς | (αναοριοθέτει) | |
γ' ενικ. | αναοριοθετεί | αναοριοθετούσε | θα αναοριοθετεί | να αναοριοθετεί | ||
α' πληθ. | αναοριοθετούμε | αναοριοθετούσαμε | θα αναοριοθετούμε | να αναοριοθετούμε | ||
β' πληθ. | αναοριοθετείτε | αναοριοθετούσατε | θα αναοριοθετείτε | να αναοριοθετείτε | αναοριοθετείτε | |
γ' πληθ. | αναοριοθετούν(ε) | αναοριοθετούσαν(ε) | θα αναοριοθετούν(ε) | να αναοριοθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναοριοθέτησα | θα αναοριοθετήσω | να αναοριοθετήσω | αναοριοθετήσει | ||
β' ενικ. | αναοριοθέτησες | θα αναοριοθετήσεις | να αναοριοθετήσεις | αναοριοθέτησε | ||
γ' ενικ. | αναοριοθέτησε | θα αναοριοθετήσει | να αναοριοθετήσει | |||
α' πληθ. | αναοριοθετήσαμε | θα αναοριοθετήσουμε | να αναοριοθετήσουμε | |||
β' πληθ. | αναοριοθετήσατε | θα αναοριοθετήσετε | να αναοριοθετήσετε | αναοριοθετήστε | ||
γ' πληθ. | αναοριοθέτησαν αναοριοθετήσαν(ε) |
θα αναοριοθετήσουν(ε) | να αναοριοθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναοριοθετήσει | είχα αναοριοθετήσει | θα έχω αναοριοθετήσει | να έχω αναοριοθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναοριοθετήσει | είχες αναοριοθετήσει | θα έχεις αναοριοθετήσει | να έχεις αναοριοθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναοριοθετήσει | είχε αναοριοθετήσει | θα έχει αναοριοθετήσει | να έχει αναοριοθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναοριοθετήσει | είχαμε αναοριοθετήσει | θα έχουμε αναοριοθετήσει | να έχουμε αναοριοθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναοριοθετήσει | είχατε αναοριοθετήσει | θα έχετε αναοριοθετήσει | να έχετε αναοριοθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναοριοθετήσει | είχαν αναοριοθετήσει | θα έχουν αναοριοθετήσει | να έχουν αναοριοθετήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναοριοθετώ