αναξιοπιστία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αναξιοπιστία < αναξιόπιστος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναξιοπιστία θηλυκό
- η ιδιότητα ατόμου που σε κάνει να μη στηρίζεσαι στις υποσχέσεις του λόγω διαπιστωμένης ασυνέπειας ή και εξαιτίας ανακολουθιών, αντιφατικών δηλώσεών του, πισωγυρισμάτων στη συμπεριφορά του, ψεμάτων κ.λπ.
- Κύριε πρόεδρε, η μάρτυρας άλλαξε τρεις φορές την κατάθεσή της κατά την προανάκριση, είναι πλέον τεκμηριωμένη η αναξιοπιστία της και η μαρτυρία της θα πρέπει να μη ληφθεί υπόψη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναξιοπιστία