ανακτορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακτορικός < ἀνακτορικός στην καθαρεύουσα < μεσαιωνική ελληνική και αρχαία ελληνική ἀνάκτορον
Επίθετο επεξεργασία
ανακτορικός
- ο σχετικός με την ζωή στο ανάκτορο κάποιου βασιλιά
- ανακτορική φρουρά - ανακτορική αίθουσα συνεδριάσεων
- ο σχετικός με ενέργειες του βασιλιά ή του περιβάλλοντός του
- ανακτορικό διάταγμα