ανακαταμέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακαταμέτρηση | οι | ανακαταμετρήσεις |
γενική | της | ανακαταμέτρησης* | των | ανακαταμετρήσεων |
αιτιατική | την | ανακαταμέτρηση | τις | ανακαταμετρήσεις |
κλητική | ανακαταμέτρηση | ανακαταμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαταμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακαταμέτρηση < ανακαταμετρώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανακαταμέτρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακαταμετρώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανακαταμετρώ, καταμετρώ, μετρώ και μέτρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακαταμέτρηση
|