Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναθάρρηση οι αναθαρρήσεις
      γενική της αναθάρρησης* των αναθαρρήσεων
    αιτιατική την αναθάρρηση τις αναθαρρήσεις
     κλητική αναθάρρηση αναθαρρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθαρρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναθάρρηση < (ελληνιστική κοινή) ἀναθαρρέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναθάρρηση θηλυκό

  • το να ξαναβρίσκει κάποιος το θάρρος του, η ανάκτηση του κουράγιου και της τόλμης
    ※  Ας μη λησμονεί ότι ανεπάρκειες και σφάλματα της κυβερνήσεως, τα οποία κλόνισαν τις σχέσεις της με ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αποτέλεσαν άλλωστε τον παράγοντα αναθαρρήσεως της μέχρι τότε σχεδόν ανυπάρκτου και οπωσδήποτε ακινδύνου εσωκομματικής αντιπολιτεύσεως. (κύριο άρθρο, εφημ. Καθημερινή, 16/10/2001, [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία