αναδρομιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αναδρομιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) στενό και ανηφορικό δρομάκι καθώς και η πορεία σ’ αυτό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναδρομιά
αναδρομιά θηλυκό