αναδρομιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδρομιά | οι | αναδρομιές |
γενική | της | αναδρομιάς | των | αναδρομιών |
αιτιατική | την | αναδρομιά | τις | αναδρομιές |
κλητική | αναδρομιά | αναδρομιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αναδρομιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) στενό και ανηφορικό δρομάκι καθώς και η πορεία σ’ αυτό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναδρομιά
|